- νοσοτροφία
- νοσοτροφίᾱ , νοσοτροφίαnursing of diseasefem nom/voc/acc dualνοσοτροφίᾱ , νοσοτροφίαnursing of diseasefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νοσοτροφία — νοσοτροφία, ἡ (Α) [νοσοτρόφος] 1. τρόπος διατροφής κατά τη διάρκεια τής ασθένειας 2. περίθαλψη αρρώστου, νοσηλεία … Dictionary of Greek
νοσοτροφίαν — νοσοτροφίᾱν , νοσοτροφία nursing of disease fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσεξις — έξεως, ἡ, Α [προσέχω] προσοχή, προσήλωση («νοσοτροφία... ἐμπόδιον τῇ προσέξει τοῡ νοῡ», Πλάτ.) … Dictionary of Greek